- ποτιστρέα
- ποτ-ιστρέα, ἡ, = foreg., κρεμαστὴ π. ib.527 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτίστρα — η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α 1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα 2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. το ποτιστήρι αρχ. 1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία 2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα… … Dictionary of Greek